κανδύκη

κανδύκη
κανδύκη, ἡ (Α)
ο κάνδυς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάνδυς*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάνδυς — κάνδυς, ὁ (Α) είδος ευρύχωρου μανδύα με χειρίδες, που αποτελούσε το ένδυμα τών Περσών, τών Μήδων και τών Πάρθων και ήταν κυρίως στρατιωτικό ένδυμα, αλλ. κανδύκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως, άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”